- ἄππας
- ἄππᾱς , ἄππαςAus Lydienmasc acc plἄππᾱς , ἄππαςAus Lydienmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄππα — ἄππᾱ , ἄππας Aus Lydien masc nom/voc/acc dual ἄππας Aus Lydien masc voc sg ἄππᾱ , ἄππας Aus Lydien masc gen sg (doric aeolic) ἄππας Aus Lydien masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άππα — ἄππα (Α) (προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος… … Dictionary of Greek